- 'θέλοντος
- ἐθέλοντος , ἐθέλωto be willingpres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θέλοντος — ἐθέλω to be willing pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… … Dictionary of Greek
Schwimmgürtel — Der Schwimmgürtel ist eine Schwimmhilfe, die aus Auftriebskörpern besteht, die mittels eines Gürtels um den Leib geschnallt werden. Inhaltsverzeichnis 1 Geschichte 2 Zitate 3 Literatur 4 Weblinks … Deutsch Wikipedia
ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
εξαναλίσκω — ἐξαναλίσκω και έξαναλῶ, όω, Μ και ἐξαναλώνω (AM) [αναλίσκω] 1. ξοδεύω εντελώς, καταδαπανώ, καταξοδεύω («καὶ τὰ μὲν παρ έμοῡ ἐξανηλωμένα», Δημοσθ.) 2. εξαντλώ, φθείρω («[τὸ ὑγρὸν] ἐξανήλωσεν ὁ ἥλιος», Θεόφρ.) 3. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω («οὔπω… … Dictionary of Greek
ευδοκώ — (ΑΜ εὐδοκῶ, έω) αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῡναι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ) νεοελλ. 1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου») 2 … Dictionary of Greek
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek
ρίψ — ιπός, ἡ, Α 1. πλέγμα από λυγαριές, σχοίνα, καλάμια ή βούρλα, ψάθα («ῥιψὶ καταστεγάζουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «θεοῡ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις» αν θέλει ο θεός, μπορεί να ταξιδεύεις και πάνω σε ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο… … Dictionary of Greek